υποπτερος

υποπτερος
    ὑπόπτερος
    ὑπό-πτερος
    2
    1) крылатый
    

(ὄφιες Her.; πέλειαι Soph.)

    2) перен. окрыленный, легкокрылый
    

(ναῦς, ἀνορέαι Pind.; πλοῦτος Eur.)

    ὅστις οὐχ ὑ. φροντίσιν δαείς Aesch. — чьи мысли не мимолетны, т.е. человек не ветреный;
    ἴτω ὑπόπτερον Eur. — пусть развеется (наша вражда)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποπτερος" в других словарях:

  • ὑπόπτερος — winged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπτερος — η, ο / ὑπόπτερος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά αρχ. 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.) 2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» λέγεται για να δηλώσει… …   Dictionary of Greek

  • ὑπόπτερον — ὑπόπτερος winged masc/fem acc sg ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέροις — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρου — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρους — ὑπόπτερος winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρων — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρῳ — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτερα — ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτερε — ὑπόπτερος winged masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτεροι — ὑπόπτερος winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»