ὑπόπτερος — winged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπτερος — η, ο / ὑπόπτερος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά αρχ. 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.) 2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» λέγεται για να δηλώσει… … Dictionary of Greek
ὑπόπτερον — ὑπόπτερος winged masc/fem acc sg ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέροις — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρου — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρους — ὑπόπτερος winged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρων — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτέρῳ — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτερα — ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτερε — ὑπόπτερος winged masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτεροι — ὑπόπτερος winged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)